- κωπήλατος
- -η, -ο (Α κωπήλατος, -ον)νεοελλ.αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος»)αρχ.αυτός που μοιάζει με κουπί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, τροχ-ήλατος. Το -η-λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.